- μαγάρι
- (Μ μαγάρι)1. μακάρι, είθε («μαγάρι ας ήτο βολετό, μαγάρι να τό μπόρου», Ερωτόκρ.)2. έστω, ακόμη και («μαγάρι με τη γλώσσα σου σήμερο βουήθησέ μου», Ερωτόκρ.)3. φρ. α) «μαγάρι ας» — έστω κι ανβ) «σκιάς μαγάρι» — τουλάχιστον.[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. σχηματίστηκε κατ' επίδραση τού ιταλ. magari].
Dictionary of Greek. 2013.